άρρητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άρρητος | η | άρρητη | το | άρρητο |
γενική | του | άρρητου | της | άρρητης | του | άρρητου |
αιτιατική | τον | άρρητο | την | άρρητη | το | άρρητο |
κλητική | άρρητε | άρρητη | άρρητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άρρητοι | οι | άρρητες | τα | άρρητα |
γενική | των | άρρητων | των | άρρητων | των | άρρητων |
αιτιατική | τους | άρρητους | τις | άρρητες | τα | άρρητα |
κλητική | άρρητοι | άρρητες | άρρητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άρρητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄρρητος < ἀ- στερητικό + ῥητός
Επίθετο
[επεξεργασία]άρρητος
- που δεν μπορεί να λεχθεί ή να ειπωθεί, που δεν είναι δυνατόν να τον εκφράσει ή να τον περιγράψει κανείς
- επίρρημα: άρρητα
- (μαθηματικά) για πραγματικό αριθμό που δεν είναι ρητός (→ δείτε τον όρο άρρητος αριθμός)
- ↪ το π είναι άρρητος αριθμός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναντίρρητος
- απόρρητος
- → και δείτε τη λέξη ρητός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αριθμός που δεν ανήκει στο Q αλλά είναι πραγματικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ά- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)