άσιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσιτος | η | άσιτη | το | άσιτο |
γενική | του | άσιτου | της | άσιτης | του | άσιτου |
αιτιατική | τον | άσιτο | την | άσιτη | το | άσιτο |
κλητική | άσιτε | άσιτη | άσιτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσιτοι | οι | άσιτες | τα | άσιτα |
γενική | των | άσιτων | των | άσιτων | των | άσιτων |
αιτιατική | τους | άσιτους | τις | άσιτες | τα | άσιτα |
κλητική | άσιτοι | άσιτες | άσιτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άσιτος < αρχαία ελληνική ἄσιτος
Επίθετο
[επεξεργασία]άσιτος, -η, -ο
- που στερείται τελείως την τροφή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άσιτος
|