άσπρουγας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άσπρουγας < άσπρο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άσπρουγας αρσενικό

  • Άγονο χώμα άσπρου χρώματος.
Ο τόπος είναι γεμάτος άσπρουγα.


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]