άστερας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
άστερας < αστέρας (με ανέβασμα τού τόνου)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

άστερας αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]