άτυπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.ti.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐τυ‐πα
Επίρρημα
[επεξεργασία]άτυπα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άτυπα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]άτυπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άτυπος