έδενε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.ðe.ne/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐δε‐νε
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
έδενε
- γ' ενικό οριστικής παρατατικού (έδενα) του ρήματος δένω