έκτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έκτη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του έκτος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έκτη θηλυκό

  1. η (τελευταία) τάξη του Δημοτικού Σχολείου
    Το μανάρι μας έφτασε κιόλας στην Έκτη!
  2. σχέση στο κιβώτιο ταχυτήτων
    λίγα αυτοκίνητα έχουν και έκτη
  3. (μαθηματικά) η έκτη δύναμη
    το δύο εις την έκτη ισούται με εξήντα τέσσερα (26=64)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]