έκτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έκτη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του έκτος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έκτη θηλυκό
- η (τελευταία) τάξη του Δημοτικού Σχολείου
- Το μανάρι μας έφτασε κιόλας στην Έκτη!
- σχέση στο κιβώτιο ταχυτήτων
- λίγα αυτοκίνητα έχουν και έκτη
- (μαθηματικά) η έκτη δύναμη
- το δύο εις την έκτη ισούται με εξήντα τέσσερα (26=64)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έκτη
|