έμενταλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έμενταλ
έμενταλ < (άμεσο δάνειο) ολλανδική emmental

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έμενταλ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • έμενταλΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)