ένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ένα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἕνα < ουδέτερο για την αρχαία ελληνική εἵς (από την αιτιατική: ἕνα
Προφορά[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
ένα ουδέτερο
- το απόλυτο αριθμητικό (1) που ακολουθεί το μηδέν και προηγείται του δύο
- ↪ Ο Γιάννης και η Μαρία έχουν ένα μόνο παιδί.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το αριθμητικό 1
Κλιτικός τύπος άρθρου[επεξεργασία]
ένα ουδέτερο
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
ένα
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αριθμητικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αριθμητικά απόλυτα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι άρθρων (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)