ένδακρυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ένδακρυς < ελληνιστική ἔνδακρυς < ἐν + δάκρυ

Επίθετο

[επεξεργασία]

ένδακρυς, -υς, υ

  1. δακρυσμένος, με δάκρυα στα μάτια
    τον παρακάλεσα, γονυπετής και ένδακρυς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]