ένθερμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]ένθερμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ένθερμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ένθερμα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ένθερμο) του ένθερμος