έποπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έποπας | οι | έποπες |
γενική | του | έποπα | των | επόπων |
αιτιατική | τον | έποπα | τους | έποπες |
κλητική | έποπα | έποπες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έποπας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έποπας αρσενικό
- (πτηνό) ο τσαλαπετεινός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έποπας
|