έσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έσω < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

[επεξεργασία]

έσω

  • μέσα
    Ο Πρωθυπουργός δέχεται βολές εκ των έσω (: από το ίδιο του το κόμμα).

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]