έτερον εκάτερον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έτερον εκάτερον < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση[επεξεργασία]
έτερον εκάτερον
- λέγεται για δύο πράγματα που μπορεί να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα, διάφορα μεταξύ τους, χωρίς το ένα να επηρεάζει το άλλο. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
- ↪ Μπορεί ο Χ να είναι ένας πολύ καλός επαγγελματίας, αλλά δεν συμπεριφέρεται καθόλου καλά στην προσωπική του ζωή. Έτερον εκάτερον!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έτερον εκάτερον