αβάνς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβάνς θηλυκό άκλιτο
- (μηχανολογία) η προπορεία
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ο όρος αναφέρεται στον σπινθήρα ανάφλεξης των μηχανών εσωτερικής καύσης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβάνς
|