αβγοπόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβγοπόλεμος αρσενικό
- πόλεμος που επιχειρείται με αβγά
- παραδοσιακό αναστάσιμο έθιμο του Πόντου που έχει μεταφερθεί σε διάφορα μέρη της Ελλάδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβγοπόλεμος
|