αβεστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αβεστικά | ||
γενική | των | αβεστικών | ||
αιτιατική | τα | αβεστικά | ||
κλητική | αβεστικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβεστικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αβεστικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβεστικά ουδέτερο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η αβεστική, εξαφανισμένη γλώσσα του ζωροαστρισμού
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αβεστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αβεστικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)