αβυσσαλέων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αβυσσαλέων
- γενική πληθυντικού του αβυσσαλέος
- γενική πληθυντικού του αβυσσαλέα
- γενική πληθυντικού του αβυσσαλέo