αγαλματάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγαλματάκι | τα | αγαλματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αγαλματάκι | τα | αγαλματάκια |
κλητική | αγαλματάκι | αγαλματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαλματάκι < (άγαλμα) αγαλματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣal.maˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐μα‐τά‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαλματάκι αρσενικό
- (υποκοριστικό) μικρό άγαλμα
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη αγαλματάκια: παιδικό παιχνίδι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Επίσης υποκοριστικά
→ και δείτε τη λέξη άγαλμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άγαλμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)