αγαλματάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγαλματάκι τα αγαλματάκια
      γενική
    αιτιατική το αγαλματάκι τα αγαλματάκια
     κλητική αγαλματάκι αγαλματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγαλματάκι < (άγαλμα) αγαλματ- + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɣal.maˈta.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γαλ‐μα‐τά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγαλματάκι αρσενικό

  1. (υποκοριστικό) μικρό άγαλμα
  2. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη αγαλματάκια: παιδικό παιχνίδι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Επίσης υποκοριστικά

→ και δείτε τη λέξη άγαλμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άγαλμα