αγαντάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαντάρισμα < αγαντάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαντάρισμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): η ενέργεια του αγαντάρω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαντάρισμα
|