αγγελικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγελικά < αγγελικ(ός) + -ά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟe.liˈka/, σε γρήγορο λόγο: a.ɟe.liˈka
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λι‐κά
Επίρρημα[επεξεργασία]
αγγελικά
- σαν άγγελος, όπως κάνουν οι άγγελοι, με ομορφιά και χωρίς ίχνος κακίας
- ※ όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος (Διονύσιος Σολωμός, από το επίγραμμα "Εις Φραγκίσκα Φραίζερ"
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άγγελος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγελικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αγγελικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγγελικό