αγκαζάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκαζάρισμα < αγκαζάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκαζάρισμα ουδέτερο
- ανάληψη υποχρέωσης για την εκτέλεση έργου
- απόκτηση προτεραιότητας σε κάτι
- πιάνω αγκαζέ ταίρι μου