αγκιναρόφυλλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκιναρόφυλλο < αγκινάρ(α) + -ό- + -φυλλο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.naˈɾo.fi.lo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκιναρόφυλλο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκιναρόφυλλο
|