αγοράζοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αγοράζοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αγοράζω
- ↪ Αγοράζοντας τα παπούτσια, είδα ξαφνικά και την τσάντα. Τι να έκανα; Την πήρα.
- ↪ Δεν θα φτιάξεις το κέφι σου αγοράζοντας ό,τι βρίσκεις μπροστά σου.