αγοραίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγοραίο ουδέτερο
- (παλιότερα) αυτοκίνητο που μισθωνόταν από έναν πελάτη για να τον μεταφέρει και το τίμημα καθοριζόταν με συμφωνία ανάμεσα στον επιβάτη και τον οδηγό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αγοραίο
- αγοραίος, στην αιτιατική του ενικού
αγοραίο, ουδέτερο του αγοραίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού