αγορεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αγορεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγορεύω
- θα αγορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγορεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]αγορεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγόρευση