αγροτοσυνδικαλιστικής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αγροτοσυνδικαλιστικής
- γενική ενικού, θηλυκού γένους (αγροτοσυνδικαλιστική) του αγροτοσυνδικαλιστικός