αγχογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αγχογόνος, -ος, -ο
- που προκαλεί ή δημιουργεί άγχος
- Από τη φύση τους κάποια επαγγέλματα είναι περισσότερο αγχογόνα από κάποια άλλα. Γενικά, θεωρούνται ως περισσότερο αγχογόνα τα επαγγέλματα που συνεπάγονται επαφές ή σχέσεις με άλλους ανθρώπους, απαιτούν ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων ή επιφέρουν σοβαρές οικονομικές, κοινωνικές ή άλλου είδους συνέπειες. (*)