αδήριτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈði.ɾi.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δή‐ρι‐τη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αδήριτη θηλυκό
αδήριτη θηλυκό