αδαμαντοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδαμαντοφόρος < αδάμαντ(ας) + -ο- + -φόρος < φέρω
Επίθετο
[επεξεργασία]αδαμαντοφόρος, -ος ή =α, -ο
- αυτός που φέρει διαμάντι ή διαμάντια
- περιοχή παραγωγής - εξόρυξης διαμαντιών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδαμαντοφόρος
|