αδείλιαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αδείλιαστος, -η, -ο
- που δεν δειλιάζει
- Και ως λέοντας και αδείλιαστος αγριόχοιρος στο όρος / μάχονται μεγαλόψυχα για μια μικρή βρυσούλα .. (Ομήρου Ιλιάδα, Π 823-4, μετάφραση Ι. Πολυλά)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδείλιαστος
|