αδειοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδειοδότηση | οι | αδειοδοτήσεις |
γενική | της | αδειοδότησης* | των | αδειοδοτήσεων |
αιτιατική | την | αδειοδότηση | τις | αδειοδοτήσεις |
κλητική | αδειοδότηση | αδειοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αδειοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδειοδότηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδειοδότηση θηλυκό
- αναγνώριση δικαιώματος για συγκεκριμένη δράση