αδενοϋπόφυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αδενοϋπόφυση | οι | αδενοϋποφύσεις |
γενική | της | αδενοϋπόφυσης* | των | αδενοϋποφύσεων |
αιτιατική | την | αδενοϋπόφυση | τις | αδενοϋποφύσεις |
κλητική | αδενοϋπόφυση | αδενοϋποφύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αδενοϋποφύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδενοϋπόφυση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδενοϋπόφυση