αδηλητηρίαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδηλητηρίαστος < α- στερητικό + δηλητηριάζω
Επίθετο
[επεξεργασία]αδηλητηρίαστος, -η, -ο
- που δεν έχει δηλητηριαστεί, που δεν περιέχει δηλητήριο
- Ο τύραννος ήθελε να βεβαιωθεί ότι το φαγητό του ήταν αδηλητηρίαστο
- (μεταφορικά) που δεν έχει πικραθεί, δεν έχει υποστεί στενάχωρες καταστάσεις
- Η σχέση μας παραμένει τόσα χρόνια αδηλητηρίαστη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδηλητηρίαστος