αδιάσειστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιάσειστος < αρχαία ελληνική ἀδιάσειστος < α- + διασείω
Επίθετο
[επεξεργασία]αδιάσειστος -η -ο
- που κανείς δεν μπορεί να τον κλονίσει, να τον αμφισβητήσει
- υπεράσπισε τον εαυτό του με αδιάσειστα επιχειρήματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιάσειστος