αδιασάφητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδιασάφητος < (ελληνιστική κοινή) ἀδιασάφητος
Επίθετο
[επεξεργασία]αδιασάφητος, -η, -ο
- άλλη μορφή του αδιασαφήνιστος
- αδιασάφητα στοιχεία
- (οικονομία) που δεν έχει υποβληθεί διασάφηση σε τελωνείο γι’ αυτόν
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιασάφητος
|