αδουλαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδουλαίος < από τα όρη Άντουλα (Adula) της περιοχής του Τιτσίνο της Ελβετίας, όπου και πρωτοβρέθηκε.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδουλαίος αρσενικό
- ορυκτό της ομάδας των αλκαλιούχων αστρίων, παραλλαγή του ορθοκλάστου
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αδουλαίος στη Βικιπαίδεια