αδούλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αδούλευτος, -η, -ο
- (για πρόσωπα) που δεν έχει ασκηθεί αρκετά, είτε σωματικά είτε διανοητικά
- (για πράγματα) που δεν έχει δουλέψει κανείς πάνω του
- τα χωράφια έμειναν αδούλευτα λόγω του πολέμου
- που δεν έχει δεχτεί την κατάλληλη επεξεργασία ώστε να φτάσει σε μια ολοκληρωμένη μορφή
- το σενάριο είναι ακόμα αδούλευτο, θα χρειαστεί ακόμη πολλή δουλειά
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδούλευτος
|