αείποτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αείποτε (χρονικό)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αείποτε
|
αείποτε (χρονικό)
|