αεριοστροβιλωθητήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεριοστροβιλωθητήρας < αεριοστρόβιλος + ωθητήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική jet engine)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεριοστροβιλωθητήρας αρσενικό
- είδος κινητήρα που επιτυγχάνει την ώθηση με την εισαγωγή αέρα από μπροστά, που χρησιμοποιείται για την καύση κάποιου καυσίμου, και κατόπιν την εξαγωγή των θερμών προϊόντων καύσης από ένα προωστικό ακροφύσιο στο πίσω μέρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεριοστροβιλωθητήρας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με τουλάχιστον 20 γράμματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)