αεριοφόρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεριοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αεριοφόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεριοφόρο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): ειδικός τύπος δεξαμενόπλοιου μεταφοράς αερίων σε υγρή μορφή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αεριοφόρο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αεριοφόρος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αεριοφόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεριοφόρο
|