αερολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αερολογία < αερολόγος + -ία < αρχαία ελληνική ἀήρ + λέγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αερολογία θηλυκό
- λόγος χωρίς βάση, άσκοπος
- Ο υπουργός ανάλωσε το χρόνο σε αερολογίες για να μη μπει στην ουσία του ζητήματος