αθηναιοκεντρικής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αθηναιοκεντρικής
- γενική ενικού, θηλυκού γένους (αθηναιοκεντρική) του αθηναιοκεντρικός
αθηναιοκεντρικής