αθυμιάτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αθυμιάτιστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν τον έχουν θυμιατίσει
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αθυμιάτιστα
- → δείτε τη λέξη θυμιατίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθυμιάτιστος
|