αιθυλικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αιθυλικών
- γενική πληθυντικού του αιθυλικός
- γενική πληθυντικού του αιθυλική
- γενική πληθυντικού του αιθυλικό