αιματέμεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιματέμεση | οι | αιματεμέσεις |
γενική | της | αιματέμεσης* | των | αιματεμέσεων |
αιτιατική | την | αιματέμεση | τις | αιματεμέσεις |
κλητική | αιματέμεση | αιματεμέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιματεμέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιματέμεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hématemèse < αρχαία ελληνική αἷμα + ἔμεσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιματέμεση θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιματέμεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)