αιολικών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αιολικών
- γενική πληθυντικού του αιολικός
- γενική πληθυντικού του αιολική
- γενική πληθυντικού του αιολικό
αιολικών