αισθητά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αισθητά < αισθητός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αισθητά
- τόσο πολύ ώστε να το παρατηρεί κανείς
- έχεις παχύνει αισθητά τώρα τελευταία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισθητά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αισθητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αισθητό