αισχυντηλά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

αισχυντηλά < αισχυντηλός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αισχυντηλά

  1. με ντροπαλό τρόπο
  2. που προκαλεί ντροπή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αισχυντηλά