αιφνιδιασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιφνιδιασμός < αιφνιδιάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιφνιδιασμός αρσενικό
- η έκπληξη που προκαλείται από απρόοπτη, απρόσμενη πράξη κάποιου